κλειδώνω

κλειδώνω
(AM κλειδῶ, -όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις]
κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού»)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα»)
2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό
3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα τμήματα τής αλυσίδας τής άγκυρας
4. μέσ. κλειδώνομαι
παραμένω απομονωμένος στο σπίτι μου χωρίς να επικοινωνώ με άλλους ανθρώπους («κλειδώνεται κάθε απόγευμα και δεν τόν βλέπει κανένας»)
νεοελλ.-μσν.
1. κρατώ κάτι κλεισμένο και καλά ασφαλισμένο, φυλάγω, ασφαλίζω («κλείδωσα τα έγγραφα στο συρτάρι»)
2. περιορίζω κάποιον αυστηρά σε κλειστό χώρο («κλειδώνει τα παιδιά του μέσα στο σπίτι»)
μσν.
1. σφίγγω κάποιον ή κάτι
2. προστατεύω
3. μέσ. κλειδώνομαι και κλειδοῡμαι, -όομαι
γίνομαι απρόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλειδόω / - < κλείς, κλειδ-ός. Το κλειδῶ μεταπλάστηκε στη συνέχεια σε -ώνω (πρβλ. θυμόω / - > θυμώνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλειδώνω — κλειδώνω, κλείδωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλειδώνω — κλείδωσα, κλειδώθηκα, κλειδωμένος 1. κλείνω κάτι με κλειδί: Κλειδώνει πάντα τα συρτάρια του. 2. περιορίζω κάποιον, τον κλείνω μέσα: Κλειδώνει τις κόρες του. 3. κλείνομαι με κλειδί: Δεν κλειδώνει καλά η πόρτα. 4. το μέσ., κλειδώνομαι, μένω στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διπλοκλειδώνω — κλειδώνω κάτι δύο φορές, ασφαλίζω καλά …   Dictionary of Greek

  • σφιχτοκλειδώνω — Ν κλειδώνω σφιχτά, κλειδώνω ασφαλώς («καλώς το σεντουκάκι μου το σφιχτοκλειδωμένο», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + κλειδώνω] …   Dictionary of Greek

  • κλειδομανταλώνω — 1. κλειδώνω καλά με μάνταλο 2. κλείνω κάτι με ασφάλεια 3. μέσ. κλειδομανταλώνομαι κλείνω ασφαλώς και με πολλές προφυλάξεις τις εισόδους τού σπιτιού ή τού δωματίου μου, ιδίως από φόβο και για αποφυγή εισόδου κακοποιών («γριά μην καμαρώνεσαι, μην… …   Dictionary of Greek

  • Kolpokleisis — (von grch. κόλπος kólpos „Mutterschoß“, „Scheide“; κλειδώνω kleiosis „verschließen“) nennt man einen operativen Verschluss der Vagina. Die Kolpokleisis wurde früher häufiger, heute jedoch nur noch selten zur Behandlung eines Scheiden Gebärmutter… …   Deutsch Wikipedia

  • ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… …   Dictionary of Greek

  • διπλομανταλώνω — (Μ διπλομανταλώνω) 1. κλειδώνω με διπλά μάνταλα, ασφαλίζω 2. περιορίζω αυστηρά …   Dictionary of Greek

  • εγκλείω — (AM ἐγκλείω Α και ἐγκλῄω) κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω νεοελλ. 1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο 2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω …   Dictionary of Greek

  • επασφαλίζω — ἐπασφαλίζω (AM) μσν. κλειδώνω, ασφαλίζω αρχ. 1. στερεώνω, στηρίζω 2. μέσ. ἐπασφαλίζομαι εξασφαλίζω 3. (για πηγή) επουλώνομαι, κλείνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”